Προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, με την έναρξη της τριπλής κατοχής (Γερμανικής, Ιταλικής και Βουλγαρικής) ο Ελληνικός λαός βρέθηκε τελείως απροετοίμαστος και χωρίς διοίκηση, πράγματα αναγκαία για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των κατακτητών. Όμως οι δυνατότητες του ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Τα προβλήματα που ορθώνονταν μπροστά του, από τις πρώτες ημέρες της κατοχής, ήταν πολλά, σοβαρά και δυσεπίλυτα. Σπουδαιότερα ήταν η επιβίωση και η αντίσταση κατά του κατακτητή.
Το πρώτο, το επισιτιστικό, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο γιατί τ' αποθέματα τροφίμων στη χώρα ήσαν ελάχιστα, η συγκομιδή του 1941 προεβλέπετο, λόγω του πολέμου, να είναι αρκετά περιορισμένη και η αναπλήρωσή τους από το εξωτερικό αδύνατη, λόγω του αποκλεισμού. Η τραγική αυτή κατάσταση επεδεινώνετο από το γεγονός ότι οι κατακτητές συντηρούσαν τα στρατεύματά τους από την εγχώρια αγορά, από την οποία, επιπρόσθετα, επέτασσαν τρόφιμα για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους στη Βόρειο Αφρική ή, ακόμη, τα έστελλαν στη Γερμανία.
Το δεύτερο πρόβλημα, της αντιστάσεως κατά του κατακτητή, σύντομα άρχισε να θερμαίνει τις ψυχές και ν' απασχολεί το νου των Ελλήνων. Η συνέχιση της προσπάθειας ήταν ιστορική αναγκαιότητα που ανταποκρινόταν στο κοινό συναίσθημα και την απόφαση του λαού ν' αποκτήσει τη χαμένη ελευθερία του. Η Ελλάδα έπρεπε και μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο έως την τελική νίκη.
Η ολότητα των Ελλήνων πίστευε στη συμμαχική νίκη και ήταν πρόθυμη να υποβληθεί σε οποιαδήποτε θυσία για την πραγματοποίησή της. Εστερείτο, όμως, Αρχηγού που θα οργάνωνε, θα συντόνιζε, και θα κατηύθυνε τις προσπάθειές των. Ούτε όμως η ελληνική κυβέρνηση του Καιρου, ούτε το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) ή οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών σκέφθηκαν να οργανώσουν ανταρτικόν αγώνα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ίσως τότε και να μη τον ήθελαν. Από τον Προμηθέα ΙΙ πληροφορήθηκαν, τον Δεκέμβριο του 1941, ότι είχαν οργανωθεί στη χώρα μαχητικές ομάδες, έτοιμες ν' αναλάβουν ανταρτοπόλεμο. Αρκούσε προς τούτο το ΣΜΑ να τις εξόπλιζε καταλλήλως.
Πρώτες αντιστασιακές ενέργειες.
Παρά ταύτα, η εθνική έξαρση ήταν τόσο ισχυρή ώστε, αυθόρμητα, ανοργάνωτα, ατομικά ή ομαδικά, άρχισαν οι Έλληνες, από τις πρώτες ημέρες της κατοχής, την αντίσταση. Σαν πρώτες αντιστασιακές ενέργειες θεωρούνται:
- Οι χλευασμοί προς τους Ιταλούς και οι θερμές εκδηλώσεις συμπαθείας προς τους Άγγλους αιχμαλώτους, κάθε φορά που ενεφανίζοντο στους δρόμους οι θλιβερές τους συνοδείες.
- Η πρόθυμη περισυλλογή Βρετανών στρατιωτικών, που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, η φιλοξενία και η περίθαλψή τους σ' ελληνικά σπίτια μέχρις ότου καταστεί δυνατή η ασφαλής αποστολή τους στη Μέση Ανατολή.
- Η συγκλονιστική ενέργεια των φοιτητών Μανώλη Γλέζου -της ΑΣΟΕΕ- και Αποστόλου Σάντα -της Νομικής-, οι οποίοι τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαιου 1941 πραγματοποίησαν το κατέβασμα της Γερμανικής πολεμικής σημαίας από την Ακρόπολη, το ξέσκισμα και την απόρριψή της σε ξηροπήγαδο.
Οι πρώτες ενέργειες του Συν/χη Δ. Ψαρρού.
Μέσα σ' αυτή τη σύγχυση και την αβεβαιότητα, πρώτος ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός αποφασίζει να επιδιώξει την οργάνωση ανταρτοπολέμου κατά των Kατακτητών.
Ο Ψαρρός γεννήθηκε το 1893 στο Χρυσό Φωκίδος.
Απεφοίτησε το 1916 από τη Σχολή Ευελπίδων ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Έλαβε μέρος σε όλους τους αγώνες του Έθνους.
Εφοίτησε στις Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές και στη Γαλλική Σχολή Πολέμου. Έγινε καθηγητής στην αντίστοιχη Ελληνική Σχολή, λόγω των πολλών προσόντων του. Το 1935, με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, λαμβάνει μέρος στο στρατιωτικό κίνημα, αποτυγχάνει και αποτάσσεται.
Από τότε ασχολείται με ιδιωτικές επιχειρήσεις που είχαν κυριότερο χώρο ενεργείας τη Βόρειο Ελλάδα.
Έτσι γνωρίζει καλά το χώρο και συνδέεται με πολλούς κατοίκους του.
Με την έναρξη του πολέμου του 1940 προσπαθεί επανειλημμένως να επανέλθει στο Στράτευμα και να πολεμήσει, αλλά οι αιτήσεις του απορρίπτονται.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, έρχεται, κατά το Μάϊο του 1941 στην Άμφισσα, προσκληθείς από τους αδελφούς Λαγγουράνη, τον Κωνσταντίνο -ταγματάρχη Πυροβολικού- και τον Ιωάννη -Ανθυπολοχαγό Πεζικού- για την οργάνωση ενόπλου τμήματος με σκοπό τον ανταρτοπόλεμο.
Βάση του τμήματος αυτού θ' αποτελούσαν άνδρες της περιοχής οι οποίοι προθύμως θα κατατάσσονταν.
Ο αρχικός εξοπλισμός τους θα στηρίζονταν στον οπλισμό ενός λόχου του 23ου Συντάγματος Πεζικού, που είχε αποκρύψει ο Διοικητής του, Έφεδρος Υπολοχαγός Πεζικού, Ανδρέας Μήταλας.
Ο Μήταλας, μετά τη μάχη της μονάδος του στην Καστοριά κατά των Γερμανών, ετράπη προς Νότο για να συναντήσει φίλιες δυνάμεις και να συνεχίσει τον αγώνα.
Επειδή όμως δεν πέτυχε το σκοπό του, λόγω της ραγδαίας προελάσεως των Γερμανών, συνέχισε την πορεία του και στις αρχές Μαιου φθάνει στο Προσήλιο -κοντά στην Άμφισσα-, από το οποίο κατήγετο, με 30 οπλισμένους άνδρες.
Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αφιχθείς προηγουμένως στην Άμφισσα ταγματάρχης Λαγγουράνης, ο οποίος έσπευσε να συναντήσει το Μήταλα με σκοπό να διατηρήσει ένα ένοπλο πυρήνα του λόχου για την Εθνική Αντίσταση και να διαφυλάξει τον οπλισμό του.
Όπως σωστά πίστευε ο Ταγματάρχης η περιοχή Φωκίδος, λόγω του ορεινού του εδάφους της, προσεφέρετο για ανταρτοπόλεμο και ήθελε ο αρχικός αυτός πυρήνας, ογκούμενος με την κατάταξη νέων εθελοντών, ν' αποτελούσε τη βάση για την ανάπτυξη σοβαρού ανταρτικού αγώνα.
Όταν όμως συναντήθηκαν οι αξιωματικοί αυτοί, το ένοπλο τμήμα Μήταλα είχε διαλυθεί.
Συμφώνησαν, τελικά, στην απόκρυψη του οπλισμού και στην οργάνωση ανταρτικών ομάδων με σύγχρονη ενημέρωση του πληθυσμού.
Την οργάνωση των ομάδων ανέλαβε ο Λαγγουράνης, ο οποίος, όπως ανεφέρθη παραπάνω, κάλεσε από την Αθήνα, σε σύσκεψη, και τον Συνταγματάρχη Ψαρρό.
Στη σύσκεψη αυτή παρέστησαν ο Ανδρέας Μήταλας και ο εξάδελφός του Νικόλαος, τηλεγραφητής Αμφίσσης.
Κατά τη σύσκεψη απεφασίσθη:
Οι αδελφοί Λαγγουράνη να παραμείνουν στη Γκιώνα για την οργάνωση πυρήνων αντιστάσεων και τη συγκέντρωση πληροφοριών, οπλισμού και εφοδίων.
Ο Ψαρρός και ο Ανδρέας Μήταλας να κατέλθουν στην Αθήνα για να επιτύχουν σύνδεση με το ΣΜΑ προς ενίσχυση του αγώνα.
Ο τηλεγραφητής Νικόλαος Μήταλας να συνδέει τους αδελφούς Λαγγουράνη με τον Ψαρρό για να τον ενημερώνει επί της προόδου της οργανώσεως και ν' αποστέλλει πληροφορίες περί του εχθρού.
Ο Ψαρρός στη Μακεδονία.
Μετά την επιστροφή στην Αθήνα ο Ψαρρός αποφασίζει ν' ανέλθει στη Βόρειο Ελλάδα για ν' αρχίσει από εκεί την ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών.
Φθάνει στη Χαλκιδική και δημιουργεί ΠΡΩΤΟΣ αυτός τον Ιούνιο του 1941 τους πρώτους επαναστατικούς πυρήνες.
Σκοπός του: να συγκροτηθούν προωθημένες βάσεις ανταρτικών ομάδων στη Μακεδονία (όπου έβραζε η σλαβική απειλή) αλλά και στην Ήπειρο, προς Δυσμάς και στη Θράκη προς Ανατολάς, με στηρίγματα στη γραμμή των συνόρων, στους κυριότερους κόμβους του εσωτερικού και στα νησιά.
Με την ένοπλη αυτή δύναμη θα ξαναζωντάνευε τ' απαράγραπτα δικαιώματα της Ελλάδας στους ακριτικούς αυτούς χώρους, που, εξ αιτίας της τριπλής κατοχής είχαν υποστείλει τη γαλανόλευκη. Θεώρησε πως αυτή έπρεπε να είναι η αφετηρία του απελευθερωτικού αγώνα, ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάζει ενότητα και συνέπεια, χωρίς πολιτικούς σκοπούς, χωρίς μίση, με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της Ελλάδας. Της Ελλάδας που πάντοτε επορεύετο στο πανάρχαιο πνεύμα της Δημοκρατίας και με τις ηθικές αρχές της χριστιανικής ζωής.
Υλοποιώντας τους σκοπούς του, δημιουργεί στα Μακεδονικά βουνά επαναστατική ομάδα, με τ' όνομα «ΈΛΕΥΘΕΡΙΑ» συνεργάζεται με άλλες οργανώσεις, όπως οι "Υπερασπιστές Βορείου Ελλάδος" (Υ.Β.Ε.) εκδίδει προκηρύξεις, δελτία πληροφοριών και την πρώτη επαναστατική εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, με την οποία ρίχνει το σύνθημα του ανελέητου αγώνα κατά των κατακτητών. Η εφημερίδα αυτή αργότερα, περιέρχεται υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ.
Συγκροτεί ένοπλα τμήματα στις περιοχές Νιγρίτας, Λαχανά Κιλκίς, με βοηθό τον ταγματάρχη Μιχαήλ Λάσκαρη που πήρε το ψευδώνυμο "Παπαφλέσσας".
Σε δύο από τις ομάδες του δίδει την ονομασία "Αθανάσιος Διάκος" και "Οδυσσεύς Ανδρούτσος".
Ο λαός της περιοχής τον ακολουθεί.
Το λαϊκό ένστικτο τον περιβάλλει μ' εμπιστοσύνη και θαυμασμό και τον βοηθεί στις προσπάθειές του.
Όμως ο εχθρός, ανήσυχος, τον καταδιώκει: Μεγάλες Βουλγαρικές δυνάμεις κτενίζουν τους ορεινούς όγκους ασταμάτητα, μη αφήνοντας περιθώριο δράσης στις ανταρτικές ομάδες, γεγονός που φέρνει τον Ψαρρό προ διλήμματος. Τελικά για να μην εκθέσει σε αντίποινα το λαό, αποφασίζει, με αβάσταχτο άλγος ψυχής, ν' αναστείλει τον αγώνα και να ξαναγυρίσει στην Αθήνα.
Συναντάται τότε με τον Αρχηγό του Εθνικού Ενωτικού
Κόμματος, Παναγ. Κανελλόπουλο κατόπιν δε συμφωνίας μαζί του αλλά και με την
οικονομική του βοήθεια, ξαναγυρίζει στη Βόρειο Ελλάδα για να συνεννοηθεί και
πάλι με τους ΥΒΕ με σκοπό την οργάνωση ανταρτοπολέμου κατά των Γερμανών.
Η απόπειρα αυτή υπήρξε απολύτως άγονη, οπότε εγκατέλειψε οριστικά τις Μακεδονικές του προοπτικές όχι όμως και τον κύριο του προσανατολισμό: τον ανταρτοπόλεμο.
Η απόπειρα αυτή υπήρξε απολύτως άγονη, οπότε εγκατέλειψε οριστικά τις Μακεδονικές του προοπτικές όχι όμως και τον κύριο του προσανατολισμό: τον ανταρτοπόλεμο.
Από τις μέχρι τώρα εμπειρίες του όμως συνήγαγε το συμπέρασμα: Ανταρτοπόλεμος χωρίς κεντρική οργάνωση, χωρίς μηχανισμό, χωρίς σχέδιο, χωρίς στελέχη είναι καταδικασμένος ή στον αφανισμό ή στο φυλλορρόημα, έστω και αν η λαϊκή συμπαράσταση και συμμετοχή είναι εξασφαλισμένη.
Θα προσθέσουμε πως, ο ανταρτοπόλεμος, χρειάζεται ακόμη καθοδήγηση, οικονομική αυτάρκεια και διοικητική μέριμνα (εφοδιασμοί, πληροφορίες, υγειονομική υποστήριξη). Ειδικότερα δε, για τον κατεχόμενο ελληνικό χώρο, σταθερή και συνεχή επικοινωνία και συνεργασία με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ).
ΠΗΓΗ:
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ " ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Ε.Κ.Κ.Α 1941-1944" ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΤ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου