Οργάνωση
χωριών στη Φωκίδα.
Όσο διάστημα στην Αθήνα, οι ιδρυτές της ΕΚΚΑ, συνέχιζαν τις προσπάθειές τους για τη συμπλήρωση της οργανώσεως, τη δημιουργία δικτύου πληροφοριών και δολιοφθορών και τη σύνδεσή τους με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, στην περιφέρεια της Φωκίδας, όπου κυρίως έδρασε η ΕΚΚΑ, άρχισε τους τελευταίους μήνες του 1941 και συνεχίσθηκε το 1942 με ραγδαίο ρυθμό, ο σχηματισμός μαχητικών ομάδων για τη συνέχιση του πολέμου κατά του κατακτητή.
Σε κάθε χωριό ή κωμόπολη, οι Αξιωματικοί, μόνιμοι ή έφεδροι, ακόμη και διακεκριμένοι πολίτες που διέμεναν εκεί σχημάτισαν μαχητικές ομάδες που μικρό μέρος τους εξοπλιζόταν με τον υπάρχοντα επί τόπου οπλισμό, ενώ το μεγαλύτερο ήταν έτοιμο να πάρει τα όπλα αν απεστέλοντο, όπως ήλπιζαν, από τη Μέση Ανατολή.
Συγχρόνως συγκέντρωναν πληροφορίες περί του εχθρού και αναζητούσαν οπλισμό ή άλλο χρήσιμο υλικό που τυχόν είχε αποκρυβεί.
Κυρίως όμως ενδιεφέροντο για τη διατήρηση του ηθικού και της μαχητικής διαθέσεως των κατοίκων της περιοχής, οι περισσότεροι δεν περιορίζοντο στο χώρο της καταγωγής τους αλλά επεξέτειναν τη δραστηριότητα τους στα γειτονικά χωριά.
Όσο διάστημα στην Αθήνα, οι ιδρυτές της ΕΚΚΑ, συνέχιζαν τις προσπάθειές τους για τη συμπλήρωση της οργανώσεως, τη δημιουργία δικτύου πληροφοριών και δολιοφθορών και τη σύνδεσή τους με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, στην περιφέρεια της Φωκίδας, όπου κυρίως έδρασε η ΕΚΚΑ, άρχισε τους τελευταίους μήνες του 1941 και συνεχίσθηκε το 1942 με ραγδαίο ρυθμό, ο σχηματισμός μαχητικών ομάδων για τη συνέχιση του πολέμου κατά του κατακτητή.
Σε κάθε χωριό ή κωμόπολη, οι Αξιωματικοί, μόνιμοι ή έφεδροι, ακόμη και διακεκριμένοι πολίτες που διέμεναν εκεί σχημάτισαν μαχητικές ομάδες που μικρό μέρος τους εξοπλιζόταν με τον υπάρχοντα επί τόπου οπλισμό, ενώ το μεγαλύτερο ήταν έτοιμο να πάρει τα όπλα αν απεστέλοντο, όπως ήλπιζαν, από τη Μέση Ανατολή.
Συγχρόνως συγκέντρωναν πληροφορίες περί του εχθρού και αναζητούσαν οπλισμό ή άλλο χρήσιμο υλικό που τυχόν είχε αποκρυβεί.
Κυρίως όμως ενδιεφέροντο για τη διατήρηση του ηθικού και της μαχητικής διαθέσεως των κατοίκων της περιοχής, οι περισσότεροι δεν περιορίζοντο στο χώρο της καταγωγής τους αλλά επεξέτειναν τη δραστηριότητα τους στα γειτονικά χωριά.
Ι.Σ. Παπαθανασίου-Τάκης Παπαγιαννόπουλος (1944) |
Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω περιπτώσεις:
- Ταγματάρχης Πεζικού Γεώρ. Καπετζώνης και ο Λοχαγός Πεζικού Αναστ. Κουβέλης έδρασαν στο Ευπάλιο. Ο πρώτος, επιπρόσθετα, δημιούργησε τοπικές επιτροπές αγώνα σε πολλά χωριά της Αχαϊας.
- Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Ευθύμ. Παπαβασιλείου στη Νότιο Δωρίδα.
- Λοχαγός Αθαν. Μποζνάς στα Καρούτια.
- Υπίλαρχος Ιωάν. Μπουζινέκης στη Σεργούλα.
- Εφ. Ανθυπολοχαγός Χαράλ. Παπαθανασίου στην Περεθιώτισα.
- ιατρός Παπανδρέου στην Καλλιθέα.
- Εφ. Ταγματάρχης Ιωάν. Ηλιάδης στο Χρυσό.
- Αντισυνταγματάρχης Λουκάς Μαναίος και ο Ανθυπασπιστής Μηχανικού Λ. Παπαδήμος στη Δεσφίνα.
- καθηγητής Ιωάν. Μελισσάρης στην Άμφισσα.
- ιατρός Κακαρούγκας στην Κίρρα.
- οι ταγματάρχες Ανδρέας Φαρμάκης, Αμούτζας και ο ανθυπολοχαγός Κων. Κοκορέλης στην Αράχωβα.
- Υπολοχαγός Πεζικού Λουκάς Κουτριάρης στο Δίστομο.
- Λοχαγός Σπυρ. Σαγιάς στην Αμφίκλεια.
- Ταγματάρχης Βοσκίδης στην Αταλάντη.
- Λοχαγός Παπαλουκάς στο Καλαπόδι.
- Λοχαγός Πυροβολικού Ευθ. Δεδούσης στην Τριταία.
- Λοχαγός Πυροβολικού Αθαν. Κούτρας στα Πέντε Όρια.
- Υπολοχαγός Πυροβολικού Γεώργ. Καϊμάρας στη Βουνιχώρα.
- Υπολοχαγός Πυροβολικού Γεώργ. Ντούρος στην Αγία Ευθυμία.
Στον αγώνα είχαν μυηθεί ο Μητροπολίτης Φωκίδος Αθανάσιος, ο έπαρχος και κατόπιν Νομάρχης Φωκίδος Κλέων Μπουφίδης ο εισαγγελεύς Παπαγιάννης, ο Δήμαρχος Αμφίσσης Ευθ. Καπράλος, ο διερμηνεύς των Ιταλών Σπυρ. Καφετζάκης και άλλοι.
Όλες οι μαχητικές ομάδες, που είχαν δημιουργηθεί στη Φωκίδα, προσέβλεπαν προς το Ψαρρό, που ήταν συμπατριώτης τους, και είχαν διαπιστώσει το ζωτικό ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη του ένοπλου ανταρτικού αγώνα.
Προφανώς οι κατοχικές δυνάμεις πληροφορούνταν την ύπαρξη των ομάδων, αλλά η ορεινή σύσταση της περιοχής Kαθιστούσε πολύ δύσκολη την εξουδετέρωσή τους. Δεν ήσαν όμως, λίγες οι περιπτώσεις που οι Ιταλοί κατεδίωκαν τους αντάρτες και τους οικείους τους, συνελάμβαναν και εκτελούσαν πολλούς από αυτούς και πυρπολούσαν τα σπίτια τους.
Το κυριότερο μειονέκτημα των ομάδων αυτών ήταν ότι δρούσαν ανεξάρτητα η μια από την άλλη, και περιόριζαν τη δράση τους στην κωμόπολη που είχαν δημιουργηθεί ή στην εγγύς περιοχή. Δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση που να κατευθύνει και να συντονίζει τις προσπάθειες και τις δυνατότητές τους, να συμπληρώνει τις ελλείψεις τους σε οπλισμό, εφοδιασμό και ένδυση και να εκμεταλλεύεται τις πληροφορίες τους. Παρά ταύτα η προσπάθεια τους ήταν εξαίρετη και άξια θαυμασμού, έστω και εάν η απόδοση τους ήταν σχεδόν μηδενική, γιατί ξεσήκωνε τους κατοίκους διατηρώντας σε υψηλό επίπεδο το ηθικό και το φρόνημα του λαού.
Δημιουργία του πρώτου ενόπλου τμήματος.
Μόνο οι επί κεφαλής των τριών τελευταίων ομάδων: των Πέντε ορίων, της Βουνιχώρας και της Αγίας Ευθυμίας, Κούτρας, Καϊμάρας και Ντούρος δημιούργησαν κοινή οργάνωση, που την ονόμασαν "Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός - ΕΑΣ", με σκοπό την εξύψωση του εθνικού φρονήματος των συμπατριωτών τους και τον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Συγκρότησαν από τις αρχές του 1942 το πρώτο ένοπλο ανταρτικό τμήμα, την "ένοπλη ομάδα της Γκιώνας" που την απετέλεσαν οι: Αθαν. Μαμαρέλης, αρχηγός, Ευθ. Διαβολής, Ευστάθ. Παλιβίδας, και Νικόλ. Κοκόρης από τα Πέντε Όρια, Χρήσ. Βαρβάτος, Λουκάς Καϊμάρας, Νικόλ. Κυριαζής, Ιωάν. Γκιούλος από τη Βουνιχώρα και Ευθ. Κανιός από την Αμυγδαλιά.
Οι αγνοί αυτοί και ανιδιοτελείς ορεσίβιοι Ρουμελιώτες, με την
επιβλητικούς παράσταση και την όμορφη στoλή του τσολιά, απετέλεσαν, με την όλη
τους προσφορά στoν αγώνα, παράδειγμα προς μίμηση. Με την εμφάνισή τους
προκαλούσαν ρίγη χαράς και υπερηφάνειας στo λαό, ανησυχία και τρόμο στoυς
Ιταλούς, που άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα ασφαλείας σε κάθε κίνησή τους. Το μόνο
μειονέκτημα ήταν η στατικότητα που η ομάδα αυτή επέδειξε. Δεν κινήθηκε κατά του
κατακτητή από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής της.
Παράλληλα με τον ΕΑΣ, αλλά ανεξάρτητα απ' αυτόν, ο Λοχαγός Δεδούσης οργάνωσε -όπως ελέχθη παραπάνω- την ομάδα της Τριταίας. Είχε την τύχη ν' ανακαλύψει, με τη βοήθεια χωρικού, 52 όπλα, που είχαν εγκαταλείψει οπλίτες του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου κατά την υποχώρησή τους. Έτσι, είχε στη διάθεσή του το πρώτο απαραίτητο υλικό για τον πυρήνα που δημιούργησε. Οι κινήσεις του, όμως, έγιναν γνωστές στις Ιταλικές αρχές που κινήθηκαν να τον συλλάβουν. Κατόρθωσε, όμως, να διαφύγει στην Αθήνα όπου επεδίωξε και επέτυχε, άμεσες επαφές με αντιστασιακούς κύκλους της πρωτεύουσας. Εκεί, όμως, συνελήφθη από τους Ιταλούς καραμπινιέρους. Τον Ιανουάριο του 1942, κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ, μεταφέρεται στις φυλακές Αμφίσσης όπου υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια και σε υποσιτισμό. Μεταφέρεται και πάλι στην Αθήνα, παραπέμπεται σε Ιταλικό Στρατοδικείο, καταδικάζεται σε τριετή φυλάκιση και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Λαρίσης, από το οποίο, τον Μάϊο του 1943, δραπετεύει και ξαναγυρίζει στη Ρούμελη για να δράσει πρωταγωνιστικά, όπως θα εξηγηθεί στα επόμενα.
Ενέργειες Μήταλα στην Παρνασσίδα.
Παράλληλα με τον ΕΑΣ, αλλά ανεξάρτητα απ' αυτόν, ο Λοχαγός Δεδούσης οργάνωσε -όπως ελέχθη παραπάνω- την ομάδα της Τριταίας. Είχε την τύχη ν' ανακαλύψει, με τη βοήθεια χωρικού, 52 όπλα, που είχαν εγκαταλείψει οπλίτες του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου κατά την υποχώρησή τους. Έτσι, είχε στη διάθεσή του το πρώτο απαραίτητο υλικό για τον πυρήνα που δημιούργησε. Οι κινήσεις του, όμως, έγιναν γνωστές στις Ιταλικές αρχές που κινήθηκαν να τον συλλάβουν. Κατόρθωσε, όμως, να διαφύγει στην Αθήνα όπου επεδίωξε και επέτυχε, άμεσες επαφές με αντιστασιακούς κύκλους της πρωτεύουσας. Εκεί, όμως, συνελήφθη από τους Ιταλούς καραμπινιέρους. Τον Ιανουάριο του 1942, κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ, μεταφέρεται στις φυλακές Αμφίσσης όπου υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια και σε υποσιτισμό. Μεταφέρεται και πάλι στην Αθήνα, παραπέμπεται σε Ιταλικό Στρατοδικείο, καταδικάζεται σε τριετή φυλάκιση και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Λαρίσης, από το οποίο, τον Μάϊο του 1943, δραπετεύει και ξαναγυρίζει στη Ρούμελη για να δράσει πρωταγωνιστικά, όπως θα εξηγηθεί στα επόμενα.
Ενέργειες Μήταλα στην Παρνασσίδα.
Κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 1942, επειδή, μετά την καταδίωξη του Κ. Λαγγουράνη από την Παρνασσίδα, είχε διακοπεί η επαφή με την περιοχή αυτή, ο Μήταλας, που υπηρετούσε στην Αστυνομία Πόλεων, λαμβάνει εντολή από τον Ψαρρό ν' αναχωρήσει για την Φωκίδα με σκοπό: να επανασυνδέσει τους πυρήνες αντιστάσεως της περιοχής, να τους εμψυχώσει, να πληροφορηθεί για το έργο που επετέλεσαν και τον οπλισμό που διαθέτουν, να εξακριβώσει τη διάθεση αντιστάσεως του λαού και να διαπιστώσει αν υπάρχουν δυνατότητες συντηρήσεως ενόπλου τμήματος από επιτόπιες πηγές και πόρους.
Ο Μήταλας φθάνει στην Παρνασσίδα, μένει εκεί ένα δεκαπενθήμερο, συνεργάζεται με σημαίνοντα πρόσωπα -στο Χρυσό με τον αρχίατρο Ηλ. Βούσουρα, στην Κίρρα με τον ιερέα Ανάργυρο Κασούτσα και τον ιατρό Κακαρούγκα, στην Ιτέα με τον ιατρό Πιλάλα και τον Ανδρ. Αγορόπουλο, στην Άμφισσα με τον Νικόλ. Μήταλα, τον καθηγητή Ιωάν. Μελισσάρη και τους ταγματάρχες Ανδ. Κουρίτο, Πέτρο Ιωαννίδη και Χ. Δημητριάδη, στον Άγιο Γεώργιο με τον Πρόεδρο κοινότητας Ιωαν. Κουτσουκλένη και στην Τοπόλια με τον Δημ. Τυροδήμο, τον επισμηναγό Ιωάν. Κυριαζή και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρ. Παπαριστείδη, και συλλέγει τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Συγκροτεί Κεντρική Επιτροπή Αγώνος της ΕΚΚΑ στην Άμφισσα με τους Νικ. Μήταλα, Ιωάν. Μελισσάρη και Α. Κουρίτο και σχηματίζει με τους φυγόδικους του χωριού του (Προσήλιο) ένοπλο πυρήνα υπό τας διαταγάς του χωροφύλακα Ν. Βίλλια. Τέλος διοργανώνει δίκτυο πληροφοριών που κατέγραφε τις σιδηροδρομικές κινήσεις των κατακτητών από την Τιθορέα μέχρι το Λιανοκλάδι.
Έκθεση Μήταλα επί της καταστάσεως. Η τύχη της.
Όταν ο Μήταλας επανήλθε στην Αθήνα παρέδωσε στο Ψαρρό έκθεση όπου μεταξύ άλλων
ανέφερε:
1. Στην Παρνασσίδα υπήρχε μεγίστη έφεση για δράση. Είχε, μάλιστα, αρχίσει η αντίδραση του λαού.
2. Ο υπάρχων οπλισμός ήταν ελάχιστος.
3. Η δυνατότητα διατροφής, ενδύσεως και εν γένει συντηρήσεως έστω και ολιγαρίθμου τμήματος ήταν μηδαμινή αν όχι ανύπαρκτη.
4. Σε καμμιά εισφορά υπέρ του αγώνα δεν έπρεπε να υποβληθεί ο λαός της υπαίθρου γιατί δεν υπήρχαν οι δυνατότητες αλλά και για να μη γίνει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως κάθε σχετική ενέργεια από ανατρεπτικά στοιχεία τα οποία, την εποχή αυτή, κινούνται δραστήρια.
5. Σκόπιμη θα ήτο η οργάνωση μικρών ενόπλων τμημάτων κρούσεως κατά επαρχία των οποίων η δύναμη να μην υπερβαίνει τους 100 άνδρες, που θ' ανεφοδιάζοντο απ' έξω (Μέση Ανατολή).
Η έκθεση αυτή ετέθη από τον Ψαρρό υπ' όψει συνδέσμου του ΣΜΑ στην Αθήνα που συμφώνησε με αυτή σε όλα σχεδόν τα σημεία. Άφησε όμως να υπονοηθεί ότι μπορούσαν να συνεισφέρουν και οι Έλληνες στον αγώνα αυτόν. Έπρεπε, ακόμη, η ΕΚΚΑ να συμφωνήσει σ' αυτό το ζήτημα, για ν' αρχίσει αμέσως ο εφοδιασμός της με όπλα δι' αεροπλάνων. Το τελευταίο, όμως, το απέρριψε ο Ψαρρός. Δεν ήθελε ν' αρχίσει αγώνας που θα στηριζόταν στις απολειπόμενες, από τις στερήσεις, σάρκες των Ελλήνων. Έτσι διεκόπη η επαφή με το συμμαχικό παράγοντα και ο Ψαρρός απεφάσισε να ενημερώσει απ' ευθείας το ΣΜΑ με σύνδεσμο που θα έστελνε στο Κάϊρο.
Παράλληλα, οι επαφές και οι συσκέψεις μεταξύ Ψαρρού, Λαγγουράνη και Μήταλα συνεχίζονταν τακτικά, ενώ η οργάνωση της περιοχής Παρνασσίδας προχωρούσε μ' επιτυχία σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου του Μήταλα από την Άμφισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου